Πέμπτη 24 Μαΐου 2018

ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΠΕΛΛΟΥ




«Η Αρχόντισσα του Ρεμπέτικου»
1921 - 1997

(Κείμενο της Nicole Mabger)



«Όλα δίνονται λιτά, απέριττα με μια εσωτερική δύναμη που πολλές φορές συγκλονίζει. Μήπως αυτό δεν είναι το κύριο και μεγάλο στοιχείο που χαρακτηρίζει την ελληνική φυλή; Και ακόμα ολάκερο το λαμπρό μεγαλείο της αρχαίας τραγωδίας και όλων των αρχαίων μνημείων, δεν βασίζεται πάνω στην καθαρότητα, στη λιτή γραμμή και προπαντός στο απέραντο αυτό sostenuto που προϋποθέτει δύναμη, συνείδηση και πραγματικό περιεχόμενο;»… «Πρέπει να ξελαφρώσεις μέσα σου για να δεχτείς τη δύναμή τους. Αλλιώς τα χάνεις γιατί αυτά δεν σε περιμένουν».

Έτσι περιέγραψε τα ρεμπέτικα ο Μάνος Χατζιδάκις το 1948 στο Θέατρο Αλίκης (μετέπειτα θέατρο Μουσούρη) προκαλώντας διάφορες αντιδράσεις. Ο Χατζιδάκις τότε έδωσε βήμα στον Μάρκο Βαμβακάρη και στη Σωτηρία Μπέλλου για να παίξουν ζωντανά τα τραγούδια τους, αποδεικνύοντας σε ένα άλλο κοινό πως οι τραχιές φωνές και ο ήχος του καταδικαστέου μπουζουκιού μπορούν να μεταφέρουν ευαισθησία και ποίηση, πολύ μεγαλύτερη από τα μικροαστικά ελαφρά άσματα της εποχής.
Τα ρεμπέτικα εμφανίστηκαν στα τέλη του19ου αιώνα και εξελίχθηκε στα λιμάνια των ελληνικών πόλεων όπου ζούσε η εργατική τάξη  και στη συνέχεια πέρασε και στα αστικά κέντρα.
Μια από τους θρύλους της ρεμπέτικης μουσικής ήταν η Σωτηρία Μπέλλου με τη μοναδική της φωνή. Το στυλ της: μαύρα γυαλιά, τραβηγμένα μαλλιά, πουκάμισο, πουλόβερ και φούστα μέχρι το γόνατο. Ήταν βαθιά θρησκευόμενη, ομοφυλόφιλη  και αριστερή.   
Η ζωή της
Η Σωτηρία γεννήθηκε το 1921 στο χωριό Χάλια κοντά στη Χαλκίδα. Την μεγάλωσε ο παππούς της, ο παπάς. Έτσι, λοιπόν τα πρώτα ακούσματα της Σωτηρίας ήταν οι εκκλησιαστικοί ήχοι και η βυζαντινή μουσική.
Τη στιγμή που κατάλαβε ότι ήθελε να γίνει τραγουδίστρια ήταν όταν την πήγε ο πατέρας της στον κινηματογράφο και είδαν την Σοφία Βέμπο στην ταινία «Προσφυγοπούλα». Μετά η Μπέλλου καθόταν με τις ώρες μπροστά στον καθρέπτη  κάνοντας  τη Βέμπο.
Τα πρώτα χρόνια της Σωτηρίας
Παντρεύτηκε στα 18 της έναν εισπράκτορα λεωφορείου  ο οποίος ήταν μέθυσος και κατά τη διάρκεια ενός από τους ξυλοδαρμούς, η Σωτηρία του έριξε βιτριόλι και καταδικάστηκε σε τρία χρόνια φυλάκιση από τους οποίους τελικά εξέτισε τους τέσσερις μήνες.
Επέστρεψε για ένα μικρό διάστημα στην οικογένειά της στην Χαλκίδα αλλά οι γονείς, ντροπιασμένοι για τα καμώματά της, της έκαναν τη ζωή της αβίωτη και αποφάσισε, το 1940, να κατέβει στην Αθήνα.
Αλλά εκείνα τα χρόνια δεν ήταν μόνο ο αγώνας για επιβίωση, ήταν και η αντίσταση, κατά των Ναζί. Οργανώθηκε στο ΕΑΜ και το 1943 συνελήφθη από τους Γερμανούς και βασανίστηκε για τρεις ημέρες. Στα Δεκεμβριανά έλαβε μέρος στις αιματηρές μάχες του ΕΛΑΣ στην Καισαριανή.
Μπέλλου και Τσιτσάνης

Κι ας είχαν συγκρουστεί κάποιες φορές  θεωρούσε τον Τσιτσάνη πρώτο των πρώτων.

Το 1945 την ανακάλυψε ο θεατρικός συγγραφέας Κίμων Καπετανάκης σε μια ταβέρνα στα Εξάρχεια ο οποίος τη σύστησε στον Βασίλη Τσιτσάνη και τη πήρε  μαζί του στο μαγαζί «Τζίμη τον Χοντρό».
Το 1946 μπήκε μια παρέα στο μαγαζί και της ζητήσανε να πει «Του αετού ο γιος». Η Μπέλλου αρνήθηκε και εκείνοι την έδειραν. «Έξι άτομα με βαράγανε στο πάλκο αλλά αυτό που με πόνεσε πιο πολύ ήταν που δεν σηκώθηκε ένας άντρας να με υπερασπιστεί», έλεγε με παράπονο μέχρι τα τελευταία της χρόνια.

Με τη χαρακτηριστική φωνή της, το παρουσιαστικό της καταξιώθηκε στο ρεμπέτικο τραγούδι και  στο πάλκο είχε θέση δίπλα στον Β. Τσιτσάνη. Τα χρόνια 1948 – 1955 ήταν περιζήτητη ανάμεσα στους κορυφαίους συνθέτες και η καριέρα της γνώρισε τη μεγαλύτερη άνθιση αυτή τη περίοδο, Ορισμένες από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της ήταν Συννεφιασμένη Κυριακή, Τα Καβουράκια και Όταν Πίνεις στην Ταβέρνα του Βασίλη Τσιτσάνη, Κάνε λιγάκι υπομονή με τις οποίες καθιερώθηκε ως κορυφαία λαϊκή τραγουδίστρια.
Συνεργάστηκε και με πολλούς άλλους κορυφαίους συνθέτες, όπως με τον Γιάννη Παπαϊωάννου  και είπε μεταξύ άλλων το Άνοιξε, Άνοιξε  και τον Απόστολο Καλδάρα με το  Είπα Να Σβήσω Τα Παλιά, τον Βαμβακάρη με το Χωρίσαμε ένα δειλινό.
Από τη μεταπολίτευση και μετά, ξεκίνησε να συνεργάζεται και με πιο "έντεχνους" συνθέτες. «Αχ, Διονύση μου με έκανες και τραγούδησα Ποπ!», είπε η Μπέλλου όταν βγήκε από το στούντιο.


Το 1975 η Μπέλλου τραγούδησε τη δεύτερη εκτέλεση του  Διονύση Σαββόπουλου «Το Ζεϊμπέκικο − Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια». 

                 
                   Το 1981 τραγούδησε του Δήμου Μούτση το «Δε λες κουβέντα»

Το πάθος της με τον τζόγο την άφησε οικονομικά μετέωρή. Το  1993 αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα υγείας και λόγω των οικονομικών προβλημάτων της έφτασε σε σημείο, να πουλήσει τους δίσκους της. Πέθανε το 1997. 

Ο Χάρτης:

Πηγές:
http://www.freeminds.gr/swthria-mpelou/
https://www.youtube.com/watch?v=gmc4u0Tdg-s

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου